παραπύθια

παραπύθια
τά, Μ
ασθένεια η οποία εμπόδιζε κάποιον να αναδειχθεί νικητής κατά τα Πύθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για κωμ. λ. πλασμένη από το παρ(α)-* + Πύθια, κατά το παρ-ίσθμια «φλεγμονή τών αμυγδαλών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραπύθι' — παραπύθια , παραπύθια sickness which prevented one from being victor at the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”